κατάδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κατάδικος | οι | κατάδικοι |
γενική | του | κατάδικου & καταδίκου |
των | κατάδικων & καταδίκων |
αιτιατική | τον | κατάδικο | τους | κατάδικους & καταδίκους |
κλητική | κατάδικε | κατάδικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάδικος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάδικος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει καταδικαστεί από επίσημη δικαστική αρχή