Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατάδικος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
καταδικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κατάδικ
ος
οι
κατάδικ
οι
γενική
του
καταδίκ
ου
&
κατάδικ
ου
των
καταδίκ
ων
&
κατάδικ
ων
αιτιατική
τον
κατάδικ
ο
τους
καταδίκ
ους
&
κατάδικ
ους
κλητική
κατάδικ
ε
κατάδικ
οι
όπως «
καρδινάλιος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
κατάδικος
<
→ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
κατάδικος
αρσενικό ή θηλυκό
που έχει
καταδικαστεί
από επίσημη δικαστική αρχή
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κατάδικος
γαλλικά
:
condamné
(fr)