damnable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
damnable | damnables |
Επίθετο
επεξεργασίαdamnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αξίζει να τιμωρηθεί
- που αξίζει την αποδοκιμασία
ενικός | πληθυντικός |
damnable | damnables |
damnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό