Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
damnable damnables

  Επίθετο επεξεργασία

damnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αξίζει να τιμωρηθεί
  2. που αξίζει την αποδοκιμασία