Ετυμολογία

επεξεργασία
τιμωρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τιμωρώ

τιμωρούμαι

  • παθαίνω κάτι κακό από κάποιον άλλον ως συνέπεια των σφαλμάτων μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία