τιμωρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τιμωρώ
Μετοχή
επεξεργασίατιμωρημένος, -η, -ο
- που έχει τιμωρηθεί και παραμένει υπό καθεστώς τιμωρίας ή κάποιας ποινής η οποία συνήθως δεν έχει επιβληθεί από ποινικό δικαστήριο
- Έμεινε τότες ο Θεοδόσιος άλλους οχτώ μήνες αφορισμένος και τιμωρημένος από τους εκκλησιαστικούς κανονισμούς, ώσπου Χριστούγεννα ανήμερα ξαναπήγε στην εκκλησιά και ξομολογήθηκε (Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, Τυπογραφείο της Εστίας, 1901)