Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
suspended
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
suspended
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
κρεμαστός
⮡
suspended
scaffolding
-
κρεμαστή
σκαλωσιά
≈
συνώνυμα
:
hanging
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
suspended
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
suspend