κρεμαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεμαστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρεμαστός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾe.maˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐μα‐στός
Επίθετο επεξεργασία
κρεμαστός, -ή, -ό
- που κρέμεται από κάποιο σημείο
- σκουλαρίκια κρεμαστά, κρεμαστά φυτά
- που δεν στηρίζεται στο έδαφος
- κρεμαστή σκαλωσιά
επεξεργασία
- Κρεμαστός (τοπωνύμιο, επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ κρεμαστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεμαστός < μεσαιωνική ελληνική κρεμαστός
Επίθετο επεξεργασία
κρεμαστός
Πηγές επεξεργασία
- κρεμαστός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεμαστός < κρεμμάνυμι (θέμα κρεμασ-) + -τός
Επίθετο επεξεργασία
κρεμαστός, -ή, -όν
- ο κρεμασμένος, ο μετέωρος
Πηγές επεξεργασία
- κρεμαστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρεμαστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.