Δείτε επίσης: Κρεμαστός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεμαστός η κρεμαστή το κρεμαστό
      γενική του κρεμαστού της κρεμαστής του κρεμαστού
    αιτιατική τον κρεμαστό την κρεμαστή το κρεμαστό
     κλητική κρεμαστέ κρεμαστή κρεμαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεμαστοί οι κρεμαστές τα κρεμαστά
      γενική των κρεμαστών των κρεμαστών των κρεμαστών
    αιτιατική τους κρεμαστούς τις κρεμαστές τα κρεμαστά
     κλητική κρεμαστοί κρεμαστές κρεμαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμαστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρεμαστός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾe.maˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐μα‐στός

  Επίθετο επεξεργασία

κρεμαστός, -ή, -ό

  1. που κρέμεται από κάποιο σημείο
    σκουλαρίκια κρεμαστά, κρεμαστά φυτά
  2. που δεν στηρίζεται στο έδαφος
    κρεμαστή σκαλωσιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμαστός < μεσαιωνική ελληνική κρεμαστός

  Επίθετο επεξεργασία

κρεμαστός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κρεμαστός κρεμαστή τὸ κρεμαστόν
      γενική τοῦ κρεμαστοῦ τῆς κρεμαστῆς τοῦ κρεμαστοῦ
      δοτική τῷ κρεμαστ τῇ κρεμαστ τῷ κρεμαστ
    αιτιατική τὸν κρεμαστόν τὴν κρεμαστήν τὸ κρεμαστόν
     κλητική ! κρεμαστέ κρεμαστή κρεμαστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κρεμαστοί αἱ κρεμασταί τὰ κρεμαστᾰ́
      γενική τῶν κρεμαστῶν τῶν κρεμαστῶν τῶν κρεμαστῶν
      δοτική τοῖς κρεμαστοῖς ταῖς κρεμασταῖς τοῖς κρεμαστοῖς
    αιτιατική τοὺς κρεμαστούς τὰς κρεμαστᾱ́ς τὰ κρεμαστᾰ́
     κλητική ! κρεμαστοί κρεμασταί κρεμαστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρεμαστώ τὼ κρεμαστᾱ́ τὼ κρεμαστώ
      γεν-δοτ τοῖν κρεμαστοῖν τοῖν κρεμασταῖν τοῖν κρεμαστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμαστός < κρεμμάνυμι (θέμα κρεμασ-) + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

κρεμαστός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία