μετέωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μετέωρος | η | μετέωρη | το | μετέωρο |
γενική | του | μετέωρου | της | μετέωρης | του | μετέωρου |
αιτιατική | τον | μετέωρο | τη | μετέωρη | το | μετέωρο |
κλητική | μετέωρε | μετέωρη | μετέωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μετέωροι | οι | μετέωρες | τα | μετέωρα |
γενική | των | μετέωρων | των | μετέωρων | των | μετέωρων |
αιτιατική | τους | μετέωρους | τις | μετέωρες | τα | μετέωρα |
κλητική | μετέωροι | μετέωρες | μετέωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετέωρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετέωρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈte.o.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τέ‐ω‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαμετέωρος, -η, -ο
- που αιωρείται πάνω από το έδαφος, χωρίς να κινείται προς κάποια κατεύθυνση
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σε αβεβαιότητα ή σε αναμονή
- (ειδικότερα) που δεν έχει αποφασίσει ακόμη
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετέωρος
Πηγές
επεξεργασία- μετέωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετέωρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετέωρος < επικός τύπος μετήορος με αντιμεταχώριση < (μετά) μετ- + θέμα ἀορ- με έκταση του ⟨α⟩ λόγω της σύνθεσης, μεταπτωτικής βαθμίδας του ἀείρω / αἴρω (σηκώνω). Δεν συνδέεται με την ἀήρ, γενική ἀέρος, όπως γράφει ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες, (στίχος 264) Ὦ δέσποτ᾿ ἄναξ, ἀμέτρητ᾿ Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον[1]
Επίθετο
επεξεργασίαμετέωρος, -ος, -ον
- αιωρούμενος, ανυψωμένος από τη γη στον αέρα, κρεμασμένος στο κενό, σηκωτός
- αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος
- μετέωρα χωρία: περιοχές με μεγάλο υψόμετρο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Πελοπίδας, 32,4
- καὶ πρὸς ἰσχυρὰ καὶ μετέωρα χωρία ἐμβαλὼν ἔκτεινε τοὺς πρώτους
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Πελοπίδας, 32,4
- μετέωρα χωρία: περιοχές με μεγάλο υψόμετρο
- (ναυτικός όρος) που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 48
- ※ καθορῶσι τὰς τῶν Κερκυραίων ναῦς μετεώρους τε καὶ ἐπὶ σφᾶς πλεούσας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 48
- (μεταφορικά) αβέβαιος, ασταθής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 7
- ※ ἥ τε ἄλλη ῾Ελλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 7
- κυμαινόμενος, διστακτικός, αβέβαιος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἐπιστολαί, 1. (Διονυσίῳ), 10
- Οὕτω τὰ μετέωρα τῆς τύχης κινήματα ἐκστῆναί σε τῆς πάλαι θεωρίας ἠνάγκασαν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἐπιστολαί, 1. (Διονυσίῳ), 10
- «τὰ μετέωρα» (ουσιαστικοποιημένο):
- τα ουράνια σώματα, τα φυσικά φαινόμενα
- tα υψηλά και ουράνια δυσκολονόητα νοήματα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 228
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Οὐ γὰρ ἄν ποτε/ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μετέωρα πράγματα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 228
- ὄμματα μετέωρα (μάτια που εξέχουν, γουρλωτά) ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 4.1
παραθετικά
επεξεργασίαμετεωρότερος |
μετεωρότατος
| |
μετεώρως |
μετεωρότερον |
μετεωρότατα
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΛέξεις με -μετεωρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μετέωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετέωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.