Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεωροσκοπικός η μετεωροσκοπική το μετεωροσκοπικό
      γενική του μετεωροσκοπικού της μετεωροσκοπικής του μετεωροσκοπικού
    αιτιατική τον μετεωροσκοπικό τη μετεωροσκοπική το μετεωροσκοπικό
     κλητική μετεωροσκοπικέ μετεωροσκοπική μετεωροσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεωροσκοπικοί οι μετεωροσκοπικές τα μετεωροσκοπικά
      γενική των μετεωροσκοπικών των μετεωροσκοπικών των μετεωροσκοπικών
    αιτιατική τους μετεωροσκοπικούς τις μετεωροσκοπικές τα μετεωροσκοπικά
     κλητική μετεωροσκοπικοί μετεωροσκοπικές μετεωροσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωροσκοπικός < ελληνιστική κοινή μετεωροσκοπικός < αρχαία ελληνική μετεωροσκόπος < μετέωρον + σκοπέω

  Επίθετο επεξεργασία

μετεωροσκοπικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία