μετεωρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεωρισμός < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετεωρισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του μετεωρίζω
- φούσκωμα της κοιλιακής χώρας λόγω συσσώρευσης αερίων στο έντερο, τυμπανισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετεωρισμός
|