φούσκωμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φούσκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φουσκώνω
- το φούσκωμα του μπαλονιού θέλει γερά πνευμόνια
- η αίσθηση που έχει κάποιος που έφαγε πολύ και έχει φουσκώσει
- έχω ένα φούσκωμα, θα πάρω ένα χαπάκι να ηρεμήσω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φούσκωμα