Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοιλιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοιλιακ
ός
η
κοιλιακ
ή
το
κοιλιακ
ό
γενική
του
κοιλιακ
ού
της
κοιλιακ
ής
του
κοιλιακ
ού
αιτιατική
τον
κοιλιακ
ό
την
κοιλιακ
ή
το
κοιλιακ
ό
κλητική
κοιλιακ
έ
κοιλιακ
ή
κοιλιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοιλιακ
οί
οι
κοιλιακ
ές
τα
κοιλιακ
ά
γενική
των
κοιλιακ
ών
των
κοιλιακ
ών
των
κοιλιακ
ών
αιτιατική
τους
κοιλιακ
ούς
τις
κοιλιακ
ές
τα
κοιλιακ
ά
κλητική
κοιλιακ
οί
κοιλιακ
ές
κοιλιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοιλιακός
<
κοιλία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κοιλιακός
ο σχετικός με την
κοιλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοιλιακός
αγγλικά
:
abdominal
(en)
γαλλικά
:
abdominal
(fr)
,
ventral
(fr)