κοιλιακοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοιλιακοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοιλιακοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του κοιλιακός
κοιλιακοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
κοιλιακοί