crunch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcrunch (en)
- κριτσανίζω
- υπολογίζω, επεξεργάζομαι (για αριθμούς και στοιχεία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcrunch (en)
- το κριτσάνισμα (ο ήχος)
- η κρίση, κρίσιμο σημείο
- η άσκηση για τους κοιλιακούς (sit-up) όπου το κατώτερο τμήμα της πλάτης δεν απομακρύνεται από το έδαφος