Ετυμολογία

επεξεργασία
κριτσανίζω < λείπει η ετυμολογία

κριτσανίζω

  • μασάω κάτι ξερό, προκαλώντας τον χαρακτηριστικό ήχο «κριτς κρατς»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία