μετεωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεωρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετεωρίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.te.oˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τε‐ω‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμετεωρίζω, αόρ.: μετεώρισα, παθ.φωνή: μετεωρίζομαι, π.αόρ.: μετεωρίστηκα/μετεωρίσθηκα, μτχ.π.π.: μετεωρισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μετέωρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεωρίζω | μετεώριζα | θα μετεωρίζω | να μετεωρίζω | μετεωρίζοντας | |
β' ενικ. | μετεωρίζεις | μετεώριζες | θα μετεωρίζεις | να μετεωρίζεις | μετεώριζε | |
γ' ενικ. | μετεωρίζει | μετεώριζε | θα μετεωρίζει | να μετεωρίζει | ||
α' πληθ. | μετεωρίζουμε | μετεωρίζαμε | θα μετεωρίζουμε | να μετεωρίζουμε | ||
β' πληθ. | μετεωρίζετε | μετεωρίζατε | θα μετεωρίζετε | να μετεωρίζετε | μετεωρίζετε | |
γ' πληθ. | μετεωρίζουν(ε) | μετεώριζαν μετεωρίζαν(ε) |
θα μετεωρίζουν(ε) | να μετεωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεώρισα | θα μετεωρίσω | να μετεωρίσω | μετεωρίσει | ||
β' ενικ. | μετεώρισες | θα μετεωρίσεις | να μετεωρίσεις | μετεώρισε | ||
γ' ενικ. | μετεώρισε | θα μετεωρίσει | να μετεωρίσει | |||
α' πληθ. | μετεωρίσαμε | θα μετεωρίσουμε | να μετεωρίσουμε | |||
β' πληθ. | μετεωρίσατε | θα μετεωρίσετε | να μετεωρίσετε | μετεωρίστε | ||
γ' πληθ. | μετεώρισαν μετεωρίσαν(ε) |
θα μετεωρίσουν(ε) | να μετεωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεωρίσει | είχα μετεωρίσει | θα έχω μετεωρίσει | να έχω μετεωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεωρίσει | είχες μετεωρίσει | θα έχεις μετεωρίσει | να έχεις μετεωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεωρίσει | είχε μετεωρίσει | θα έχει μετεωρίσει | να έχει μετεωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεωρίσει | είχαμε μετεωρίσει | θα έχουμε μετεωρίσει | να έχουμε μετεωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεωρίσει | είχατε μετεωρίσει | θα έχετε μετεωρίσει | να έχετε μετεωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεωρίσει | είχαν μετεωρίσει | θα έχουν μετεωρίσει | να έχουν μετεωρίσει |
|
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετεωρίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μετεωρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεωρίζω < μετέωρ(ος) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαμετεωρίζω
- θέτω ένα αντικείμενο σε μεγάλο ύψος
- (μεταφορικά) δίνω ψεύτικες ελπίδες
Κλίση
επεξεργασίαενεργητικός ενεστώτας | ||||
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
ἐγὼ | μετεωρίζω | μετεωρίζω | μετεωρίζοιμι | — |
σὺ | μετεωρίζεις | μετεωρίζῃς | μετεωρίζοις | μετεώριζε |
οὖτος | μετεωρίζει | μετεωρίζῃ | μετεωρίζοι | μετεωριζέτω |
ἡμεῖς | μετεωρίζομεν | μετεωρίζωμεν | μετεωρίζοιμεν | — |
ὑμεῖς | μετεωρίζετε | μετεωρίζητε | μετεωρίζοιτε | μετεωρίζετε |
οὗτοι | μετεωρίζουσῐ(ν) | μετεωρίζωσῐ(ν) | μετεωρίζοιεν | μετεωριζόντων μετεωριζέτωσαν |
2o δυϊκός | μετεωρίζετον | μετεωρίζητον | μετεωρίζοιτον | μετεωρίζετον |
3o δυϊκός | μετεωρίζετον | μετεωρίζητον | μετεωριζοίτην | μετεωριζέτων |
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
μετεωρίζειν | μετεωρίζων | μετεωρίζουσα | μετεωρίζον |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μετεωρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετεωρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.