Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετεωρίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.te.oˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τε‐ω‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

μετεωρίζω, αόρ.: μετεώρισα, παθ.φωνή: μετεωρίζομαι, π.αόρ.: μετεωρίστηκα/μετεωρίσθηκα, μτχ.π.π.: μετεωρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωρίζω < μετέωρ(ος) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μετεωρίζω

  1. θέτω ένα αντικείμενο σε μεγάλο ύψος
  2. (μεταφορικά) δίνω ψεύτικες ελπίδες

Κλίση επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία