Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεωρισμένος η μετεωρισμένη το μετεωρισμένο
      γενική του μετεωρισμένου της μετεωρισμένης του μετεωρισμένου
    αιτιατική τον μετεωρισμένο τη μετεωρισμένη το μετεωρισμένο
     κλητική μετεωρισμένε μετεωρισμένη μετεωρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεωρισμένοι οι μετεωρισμένες τα μετεωρισμένα
      γενική των μετεωρισμένων των μετεωρισμένων των μετεωρισμένων
    αιτιατική τους μετεωρισμένους τις μετεωρισμένες τα μετεωρισμένα
     κλητική μετεωρισμένοι μετεωρισμένες μετεωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετεωρίζω

  Μετοχή επεξεργασία

μετεωρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία