πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιώρηση οι αιωρήσεις
      γενική της αιώρησης* των αιωρήσεων
    αιτιατική την αιώρηση τις αιωρήσεις
     κλητική αιώρηση αιωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιώρηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αιωρούμαι, όταν κάτι βρίσκεται στον αέρα
      η αιώρηση του στρατιώτη από το ελικόπτερο
      η αίσθηση της αιώρησης έξω από το σώμα είναι μεταφυσική εμπειρία
  2. (φυσική) η ταλάντωση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία