αἰώρησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἰώρησῐς | αἱ | αἰωρήσεις |
γενική | τῆς | αἰωρήσεως | τῶν | αἰωρήσεων |
δοτική | τῇ | αἰωρήσει | ταῖς | αἰωρήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | αἰώρησῐν | τὰς | αἰωρήσεις |
κλητική ὦ! | αἰώρησῐ | αἰωρήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰωρήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰωρησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αἰώρησις < αἰωρέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αἰώρησις θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αἰωρέω
Πηγές επεξεργασία
- αἰώρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.