αιώρημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αιώρημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιώρημα ουδέτερο
- (χημεία) ανομοιογενές μίγμα στερεών σωματιδίων εντός υγρού (ή αερίου) που σε κατάσταση μακράς ακινησίας σε υγρά παρουσιάζει ίζημα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
αιώρημα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιώρημα
|