αιωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααιωρίζω
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αιωρώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιωρίζω | αιώριζα | θα αιωρίζω | να αιωρίζω | αιωρίζοντας | |
β' ενικ. | αιωρίζεις | αιώριζες | θα αιωρίζεις | να αιωρίζεις | αιώριζε | |
γ' ενικ. | αιωρίζει | αιώριζε | θα αιωρίζει | να αιωρίζει | ||
α' πληθ. | αιωρίζουμε | αιωρίζαμε | θα αιωρίζουμε | να αιωρίζουμε | ||
β' πληθ. | αιωρίζετε | αιωρίζατε | θα αιωρίζετε | να αιωρίζετε | αιωρίζετε | |
γ' πληθ. | αιωρίζουν(ε) | αιώριζαν αιωρίζαν(ε) |
θα αιωρίζουν(ε) | να αιωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιώρισα | θα αιωρίσω | να αιωρίσω | αιωρίσει | ||
β' ενικ. | αιώρισες | θα αιωρίσεις | να αιωρίσεις | αιώρισε | ||
γ' ενικ. | αιώρισε | θα αιωρίσει | να αιωρίσει | |||
α' πληθ. | αιωρίσαμε | θα αιωρίσουμε | να αιωρίσουμε | |||
β' πληθ. | αιωρίσατε | θα αιωρίσετε | να αιωρίσετε | αιωρίστε | ||
γ' πληθ. | αιώρισαν αιωρίσαν(ε) |
θα αιωρίσουν(ε) | να αιωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αιωρίσει | είχα αιωρίσει | θα έχω αιωρίσει | να έχω αιωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αιωρίσει | είχες αιωρίσει | θα έχεις αιωρίσει | να έχεις αιωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αιωρίσει | είχε αιωρίσει | θα έχει αιωρίσει | να έχει αιωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αιωρίσει | είχαμε αιωρίσει | θα έχουμε αιωρίσει | να έχουμε αιωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αιωρίσει | είχατε αιωρίσει | θα έχετε αιωρίσει | να έχετε αιωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αιωρίσει | είχαν αιωρίσει | θα έχουν αιωρίσει | να έχουν αιωρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιωρίζω
|