Δείτε επίσης: αἰώρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιώρα οι αιώρες
      γενική της αιώρας των αιωρών
    αιτιατική την αιώρα τις αιώρες
     κλητική αιώρα αιώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιώρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰώρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐ώ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Μία αιώρα ανάμεσα σε δέντρα μιας παραλίας

αιώρα θηλυκό

  • πανί ή δίχτυ που χρησιμεύει ως αιωρούμενο κρεβάτι, καθώς δένεται σε δύο σταθερά σημεία έτσι ώστε να μπορεί να κουνιέται ανάμεσα σ' αυτά

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία