Δείτε επίσης: αἰώρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιώρα οι αιώρες
      γενική της αιώρας των αιωρών
    αιτιατική την αιώρα τις αιώρες
     κλητική αιώρα αιώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Μία αιώρα ανάμεσα σε δέντρα μιας παραλίας

αιώρα θηλυκό

  • πανί ή δίχτυ που χρησιμεύει ως αιωρούμενο κρεβάτι, καθώς δένεται σε δύο σταθερά σημεία έτσι ώστε να μπορεί να κουνιέται ανάμεσα σ' αυτά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία