κούνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούνια | οι | κούνιες |
γενική | της | κούνιας | — | |
αιτιατική | την | κούνια | τις | κούνιες |
κλητική | κούνια | κούνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούνια < μεσαιωνική ελληνική κούνια < ελληνιστική κοινή κοῦνα < λατινική cunae < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱoy-no- < *ḱey- (ξαπλώνω, κεῖμαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈku.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐νια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούνια θηλυκό
- κάθισμα που κρέμεται από ψηλό σημείο (κλαδιά δέντρου, μεταλλική οριζόντια δοκό κ.λπ.) και αιωρείται / λικνίεζεται
- κάνω κούνια
- (στον πληθυντικό) κούνιες: (συνεκδοχικά) η παιδική χαρά
- πήγα το παιδί βόλτα στις κούνιες
- το κρεβατάκι ενός μωρού, ενίοτε με ειδική βάση για να λικνίζεται
Εκφράσεις
επεξεργασία- από κούνια: από (πολύ) μικρή ηλικία
- κούνια που σε κούναγε: το λέμε ειρωνικά όταν αμφισβητούμε τον συνομιλητή μας
Παροιμίες
επεξεργασία- άσχημο στην κούνια, όμορφο στη ρούγα: για άσχημο μωρό, που ομορφαίνει μεγαλώνοντας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κούνια