πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούνια οι κούνιες
      γενική της κούνιας
    αιτιατική την κούνια τις κούνιες
     κλητική κούνια κούνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κοριτσάκι στις κούνιες(2) πάνω σε κούνια (1)
κούνια (3)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούνια θηλυκό

  1. κάθισμα που κρέμεται από ψηλό σημείο (κλαδιά δέντρου, μεταλλική οριζόντια δοκό κ.λπ.) και αιωρείται / λικνίεζεται
  2. (στον πληθυντικό) κούνιες: (συνεκδοχικά) η παιδική χαρά
    πήγα το παιδί βόλτα στις κούνιες
  3. το κρεβατάκι ενός μωρού, ενίοτε με ειδική βάση για να λικνίζεται

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία