κούνια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούνια | οι | κούνιες |
γενική | της | κούνιας | — | |
αιτιατική | την | κούνια | τις | κούνιες |
κλητική | κούνια | κούνιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κούνια < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κούνια θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- κάνω κούνια
- (πληθυντικός κούνιες: η παιδική χαρά
- πήγα το παιδί βόλτα στις κούνιες
- το κρεβατάκι ενός μωρού
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κούνια που σε κούναγε: το λέμε ειρωνικά όταν αμφισβητούμε τον συνομιλητή μας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κούνια