μεγαλώνοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαμεγαλώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεγαλώνω
- ⮡ Μεγαλώνοντας άλλαξε πολύ η φυσιογνωμία του.
- ⮡ Ξανοιχτηκε πολύ μεγαλώνοντας την επιχείρησή του.
μεγαλώνοντας άκλιτο