κρεβατάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρεβατάκι | τα | κρεβατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κρεβατάκι | τα | κρεβατάκια |
κλητική | κρεβατάκι | κρεβατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεβατάκι < κρεβάτ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾe.vaˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐βα‐τά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεβατάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κρεβάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κρεβάτι
κρεβατάκι
|