ρούγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρούγα | οι | ρούγες |
γενική | της | ρούγας | — | |
αιτιατική | τη | ρούγα | τις | ρούγες |
κλητική | ρούγα | ρούγες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρούγα < μεσαιωνική ελληνική ρούγα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ruga < λατινική ruga < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kreup < *kreu
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρούγα θηλυκό
Παροιμίες
επεξεργασία- άσχημο στην κούνια, όμορφο στη ρούγα: κάποιος που είναι άσχημος ως μωρό θα ομορφύνει όταν ενηλικιωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρούγα
|