oscillation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαoscillation < λατινική oscillatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌɑː.səˈleɪ.ʃən/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoscillation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαoscillation < λατινική oscillatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔ.si.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
oscillation | oscillations |
oscillation (fr) θηλυκό
- η ταλάντωση, η ταλάντευση, το κούνημα