πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταλάντευση οι ταλαντεύσεις
      γενική της ταλάντευσης* των ταλαντεύσεων
    αιτιατική την ταλάντευση τις ταλαντεύσεις
     κλητική ταλάντευση ταλαντεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταλαντεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταλάντευση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία