ταλάντευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταλάντευση | οι | ταλαντεύσεις |
γενική | της | ταλάντευσης* | των | ταλαντεύσεων |
αιτιατική | την | ταλάντευση | τις | ταλαντεύσεις |
κλητική | ταλάντευση | ταλαντεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταλαντεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταλάντευση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ταλάντευ(σις) + -ση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈlan.def.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐λά‐ντευ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταλάντευση θηλυκό
- το να ταλαντεύεται κάποιος
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τάλαντο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταλάντευση
Πηγές επεξεργασία
- ταλάντευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταλάντευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)