vacillation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.si.ja.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vacillation | vacillations |
vacillation (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) → δείτε τη λέξη vacillement
ενικός | πληθυντικός |
vacillation | vacillations |
vacillation (fr) θηλυκό