Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.sij.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vacillement vacillements

vacillement (fr) αρσενικό

  1. η ταλάντευση
  2. ο δισταγμός πριν την πράξη ή πριν τη λήψη μιας απόφασης
  3. οι συχνές αλλαγές γνώμης ή προθέσεων, λόγω αδυναμίας του χαρακτήρα

Σημειώσεις

επεξεργασία
Παρωχημένο συνώνυμο είναι το: vacillation.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη vaciller