Δείτε επίσης: ταλάντευση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταλάντευσις αἱ ταλαντεύσεις
      γενική τῆς ταλαντεύσεως τῶν ταλαντεύσεων
      δοτική τῇ ταλαντεύσει ταῖς ταλαντεύσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ταλάντευσιν τὰς ταλαντεύσεις
     κλητική ! ταλάντευσι ταλαντεύσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταλάντευσις < αρχαία ελληνική ταλαντεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταλάντευσις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία