ταλάντευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταλάντευσις < αρχαία ελληνική ταλαντεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταλάντευσις θηλυκό
- (λόγια μεσαιωνική) ταλάντευση (κυριολεκτικά, μεταφορικά)
- ※ 11/12ος αιώνας [γλώσσα:αρχαΐζουσα] ⌘ Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς 1.1d
- πολλὰς δὲ ταλαντεύσεις λαβούσης τῆς τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίας
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή] ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Βασιλεία κυρ Ιωάννου του Κομνηνού, ⌘CSHB 6.16c επιμ. Bekker, 1835 - ⌘CFHB 11.1.24 επιμ. van Dieten, 1975.
- ὀψὲ δέ ποτε μετὰ πολλὴν τοῦ ξίφους ταλάντευσιν τὴν χεῖρα κατενεγκὼν ὁ Μακεδὼν διχῇ τὸν Κωσταντίνου θυρεὸν διαιρεῖ
- ※ 11/12ος αιώνας [γλώσσα:αρχαΐζουσα] ⌘ Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς 1.1d
Πηγές
επεξεργασία- ταλάντευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)