Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική < λόγια, θηλυκό του λόγιος & μεσαιωνική (εννοείται: γλώσσα), και ειδικότερα, ελληνική γλώσσα, τα μεσαιωνικά ελληνικά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈloʝia meseoniˈci/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία