Ουσιαστικό

επεξεργασία

levitation (en)

  1. η ανύψωση ενός σώματος (με τη δύναμη του νου, με υπερφυσικό τρόπο)
  2. ο μετεωρισμός (το αποτέλεσμα του μετεωρίζω)