Luft
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lʊft/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Luft
Ουσιαστικό επεξεργασία
Luft (de) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- Luftangriff
- Luftaufnahme
- Luftballon
- Luftblase
- Luftbrücke
- luftdicht
- Luftdruck
- luftdurchlässig
- lüften
- Luftfahrt
- Luftfeuchtigkeit
- Luftfracht
- luftgekühlt
- Luftgewehr
- luftig
- Luftkissenfahrzeug
- Luftkrieg
- Luftkurort
- luftleer
Σύνθετα επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Luft αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Luft < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Luft αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Luft < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Luft αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]
Σλοβενικά (sl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Luft < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Luft αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0 [5]