Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

luftdurchlässig (de)

  1. που αφήνει να περάσει ο αέρας
  2. που αφήνει να περάσει το οξυγόνο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  Luft