μετέωρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετέωρο | τα | μετέωρα |
γενική | του | μετεώρου & μετέωρου |
των | μετεώρων |
αιτιατική | το | μετέωρο | τα | μετέωρα |
κλητική | μετέωρο | μετέωρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετέωρο < γαλλική météore < μεσαιωνική λατινική meteora (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική τά μετέωρα (=αστρονομικά φαινόμενα), ουδέτερο του μετέωρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετέωρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) καθετί που υπάρχει ή συμβαίνει στην ατμόσφαιρα της γης (αστραπές, κεραυνοί, βροχή, χιόνι, ουράνιο τόξο...)
- μετεωρίτης