Μετεωρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜετεωρίτης αρσενικό (θηλυκό Μετεωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) που ζει ή έζησε στα Μετέωρα ή κατάγεται από κει
- (χριστιανισμός) που μονάζει ή μόνασε στα μοναστήρια των Μετεώρων
- ⮡ Πρώτος κτίτορας της μονής του Μεγάλου Μετεώρου υπήρξε ο όσιος Αθανάσιος ο επονομαζόμενος Μετεωρίτης.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις Μετέωρα και μετέωρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μετεωρίτης
|