Δείτε επίσης: μετεωρίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μετεωρίτης οι Μετεωρίτες
      γενική του Μετεωρίτη των Μετεωριτών
    αιτιατική τον Μετεωρίτη τους Μετεωρίτες
     κλητική Μετεωρίτη Μετεωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μετεωρίτης < Μετέωρ(α) + -ίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μετεωρίτης αρσενικό (θηλυκό Μετεωρίτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) που ζει ή έζησε στα Μετέωρα ή κατάγεται από κει
  2. (χριστιανισμός) που μονάζει ή μόνασε στα μοναστήρια των Μετεώρων
    Πρώτος κτίτορας της μονής του Μεγάλου Μετεώρου υπήρξε ο όσιος Αθανάσιος ο επονομαζόμενος Μετεωρίτης.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις Μετέωρα και μετέωρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία