• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κτίτορας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτίτορας οι κτίτορες
      γενική του κτίτορα των κτιτόρων
    αιτιατική τον κτίτορα τους κτίτορες
     κλητική κτίτορα κτίτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κτίτορας < λανθασμένη γραφή του κτήτορας από επίδραση του κτίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κτίτορας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ο κτίστης
  2. (παρωχημένο) ο ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος, ο κτήτορας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κτιτορικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κτίτορας&oldid=7110442"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας