ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετεώρισῐς αἱ μετεωρίσεις
      γενική τῆς μετεωρίσεως τῶν μετεωρίσεων
      δοτική τῇ μετεωρίσει ταῖς μετεωρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετεώρισῐν τὰς μετεωρίσεις
     κλητική ! μετεώρισῐ μετεωρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετεωρίσει
γεν-δοτ τοῖν  μετεωρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετεώρισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετεωρί(ζω) (υψώνω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετεώρισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία