μετεωρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεωρολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετεωρολογία (εξέταση των μετεώρων) < μετεωρολόγος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μετέωρ(ον) + -ο- + -λογία
- Ή, (λόγιο δάνειο) γαλλική météorologie < αρχαία ελληνική μετεωρολογία.[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.te.o.ɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τε‐ω‐ρο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετεωρολογία θηλυκό
- επιστήμη που ασχολείται με τα καιρικά φαινόμενα και την κατάσταση της ατμόσφαιρας (θερμοκρασία, υγρασία κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μετεωρολόγος, μετέωρο και λέγω
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετεωρολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μετεωρολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας