suspendu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suspendu | suspendus |
θηλυκό | suspendue | suspendues |
suspendu (fr)
- κρεμαστός, αιωρούμενος
- μετέωρος
- αναρτημένος
- αυτός που έχει ανασταλεί, διακοπεί
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαsuspendu (eo)
- προστακτική του ρήματος suspendi