μετεωρίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεωρίτικος < Μετέωρα + -ίτικος ή Μετεωρίτης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαμετεωρίτικος
- που κατάγεται, προέρχεται, αναφέρεται ή έχει σχέση με τα Μετέωρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετεωρίτικος
|