-ίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ίτικος | η | -ίτικη | το | -ίτικο |
γενική | του | -ίτικου | της | -ίτικης | του | -ίτικου |
αιτιατική | τον | -ίτικο | τη(ν) | -ίτικη | το | -ίτικο |
κλητική | -ίτικε | -ίτικη | -ίτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ίτικοι | οι | -ίτικες | τα | -ίτικα |
γενική | των | -ίτικων | των | -ίτικων | των | -ίτικων |
αιτιατική | τους | -ίτικους | τις | -ίτικες | τα | -ίτικα |
κλητική | -ίτικοι | -ίτικες | -ίτικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐τι‐κος
Επίθημα
επεξεργασία-ίτικος, -η, -ο
- παραγωγική κατάληξη / επίθημα μετουσιαστικών επιθέτων που δηλώνουν (ότι κάποιος προέρχεται, κατάγεται ή έχει σχέση με κάποιον) τόπο
- παραγωγική κατάληξη / επίθημα μετουσιαστικών επιθέτων παραγόμενων από προσηγορικά ουσιαστικά ή διάφορες εκφράσεις
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ίτικος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας