κοζανίτικος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοζανίτικος < Κοζανίτ(ης) + -ικος
Επίθετο Επεξεργασία
κοζανίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Κοζάνη ή τους κατοίκους της
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κοζανίτικος
|
κοζανίτικος, -η, -ο
|