ριζίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾiˈzi.ti.kos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɾiˈzi.ti.ci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɾiˈzi.ti.ko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
ριζίτικος, -η, -ο
- που σχετίζεται με την καταγωγή κάποιου και την παράδοση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριζίτικος