traditionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | traditionnel | traditionnels |
θηλυκό | traditionnelle | traditionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαtraditionnel (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | traditionnel | traditionnels |
θηλυκό | traditionnelle | traditionnelles |
traditionnel (fr) αρσενικό