tradition
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
tradition (en)
- η παράδοση, το έθιμο, η κληρονομιά
- ο θεσμός
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tradition | traditions |
tradition (fr) θηλυκό
- η παράδοση