↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεμασμένος η κρεμασμένη το κρεμασμένο
      γενική του κρεμασμένου της κρεμασμένης του κρεμασμένου
    αιτιατική τον κρεμασμένο την κρεμασμένη το κρεμασμένο
     κλητική κρεμασμένε κρεμασμένη κρεμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεμασμένοι οι κρεμασμένες τα κρεμασμένα
      γενική των κρεμασμένων των κρεμασμένων των κρεμασμένων
    αιτιατική τους κρεμασμένους τις κρεμασμένες τα κρεμασμένα
     κλητική κρεμασμένοι κρεμασμένες κρεμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρεμάω και κρεμώ, κρέμομαι, κρεμιέμαι

κρεμασμένος, -η, -ο

Στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα πριόνι και στo τραπέζι αφημένος ένας μπαλτάς.
Η μπαλάντα των κρεμασμένων (Ο επικήδειος του Βιγιόν)
Είχε όμως τη γυναίκα κρεμασμένη πάνω του (Μπρέχτ, Η Χαζή Γυναίκα)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία