Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαντζωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαντζωμέν
ος
η
γαντζωμέν
η
το
γαντζωμέν
ο
γενική
του
γαντζωμέν
ου
της
γαντζωμέν
ης
του
γαντζωμέν
ου
αιτιατική
τον
γαντζωμέν
ο
τη
γαντζωμέν
η
το
γαντζωμέν
ο
κλητική
γαντζωμέν
ε
γαντζωμέν
η
γαντζωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαντζωμέν
οι
οι
γαντζωμέν
ες
τα
γαντζωμέν
α
γενική
των
γαντζωμέν
ων
των
γαντζωμέν
ων
των
γαντζωμέν
ων
αιτιατική
τους
γαντζωμέν
ους
τις
γαντζωμέν
ες
τα
γαντζωμέν
α
κλητική
γαντζωμέν
οι
γαντζωμέν
ες
γαντζωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαντζωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γαντζώνω
Μετοχή
επεξεργασία
γαντζωμένος, -η, -ο
που κρατιέται
σφιχτά
πάνω σε κάτι ή κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαντζωμένος
γαλλικά
:
accroché
(fr)