accroché
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accroché | accrochés |
θηλυκό | accrochée | accrochées |
Επίθετο
επεξεργασίαaccroché (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accroché | accrochés |
θηλυκό | accrochée | accrochées |
accroché (fr)