Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γραπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γραπωμέν
ος
η
γραπωμέν
η
το
γραπωμέν
ο
γενική
του
γραπωμέν
ου
της
γραπωμέν
ης
του
γραπωμέν
ου
αιτιατική
τον
γραπωμέν
ο
τη
γραπωμέν
η
το
γραπωμέν
ο
κλητική
γραπωμέν
ε
γραπωμέν
η
γραπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γραπωμέν
οι
οι
γραπωμέν
ες
τα
γραπωμέν
α
γενική
των
γραπωμέν
ων
των
γραπωμέν
ων
των
γραπωμέν
ων
αιτιατική
τους
γραπωμέν
ους
τις
γραπωμέν
ες
τα
γραπωμέν
α
κλητική
γραπωμέν
οι
γραπωμέν
ες
γραπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γραπωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γραπώνω
Μετοχή
επεξεργασία
γραπωμένος, -η, -ο
κρατημένος σφιχτά από κάτι
ακίνητος
και
προσκολλημμένος
σε κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γραπωμένος
γαλλικά
:
agrippé
(fr)