↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραπωμένος η γραπωμένη το γραπωμένο
      γενική του γραπωμένου της γραπωμένης του γραπωμένου
    αιτιατική τον γραπωμένο τη γραπωμένη το γραπωμένο
     κλητική γραπωμένε γραπωμένη γραπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραπωμένοι οι γραπωμένες τα γραπωμένα
      γενική των γραπωμένων των γραπωμένων των γραπωμένων
    αιτιατική τους γραπωμένους τις γραπωμένες τα γραπωμένα
     κλητική γραπωμένοι γραπωμένες γραπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γραπώνω

γραπωμένος, -η, -ο

  1. κρατημένος σφιχτά από κάτι
  2. ακίνητος και προσκολλημμένος σε κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία